αγροδίαιτος
Greek
editAdjective
editαγροδίαιτος • (agrodíaitos) m (feminine αγροδίαιτη, neuter αγροδίαιτο)
- rural, living in the countryside
Declension
editDeclension of αγροδίαιτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγροδίαιτος • | αγροδίαιτη • | αγροδίαιτο • | αγροδίαιτοι • | αγροδίαιτες • | αγροδίαιτα • |
genitive | αγροδίαιτου • | αγροδίαιτης • | αγροδίαιτου • | αγροδίαιτων • | αγροδίαιτων • | αγροδίαιτων • |
accusative | αγροδίαιτο • | αγροδίαιτη • | αγροδίαιτο • | αγροδίαιτους • | αγροδίαιτες • | αγροδίαιτα • |
vocative | αγροδίαιτε • | αγροδίαιτη • | αγροδίαιτο • | αγροδίαιτοι • | αγροδίαιτες • | αγροδίαιτα • |
Related terms
edit- αγρός m (agrós, “countryside”)