αδημιούργητος

Greek edit

Adjective edit

αδημιούργητος (adimioúrgitosm (feminine αδημιούργητη, neuter αδημιούργητο)

  1. not created, uncreated, not made
    Synonyms: αποίητος (apoíitos), ακάμωτος (akámotos), άπλαστος (áplastos)
    Antonyms: δημιουργημένος (dimiourgiménos), καμωμένος (kamoménos)

Declension edit