ακατασκεύαστος
Greek edit
Adjective edit
ακατασκεύαστος • (akataskévastos) m (feminine ακατασκεύαστη, neuter ακατασκεύαστο)
- unconstructed, unbuilt, not made
Declension edit
Declension of ακατασκεύαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατασκεύαστος • | ακατασκεύαστη • | ακατασκεύαστο • | ακατασκεύαστοι • | ακατασκεύαστες • | ακατασκεύαστα • |
genitive | ακατασκεύαστου • | ακατασκεύαστης • | ακατασκεύαστου • | ακατασκεύαστων • | ακατασκεύαστων • | ακατασκεύαστων • |
accusative | ακατασκεύαστο • | ακατασκεύαστη • | ακατασκεύαστο • | ακατασκεύαστους • | ακατασκεύαστες • | ακατασκεύαστα • |
vocative | ακατασκεύαστε • | ακατασκεύαστη • | ακατασκεύαστο • | ακατασκεύαστοι • | ακατασκεύαστες • | ακατασκεύαστα • |