ακλόνητος
Greek edit
Adjective edit
ακλόνητος • (aklónitos) m (feminine ακλόνητη, neuter ακλόνητο)
- firm, solid, unshakeable
- Synonym: απαρασάλευτος (aparasáleftos)
- (figuratively) reliable, loyal, steadfast, unshakeable
Declension edit
Declension of ακλόνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακλόνητος • | ακλόνητη • | ακλόνητο • | ακλόνητοι • | ακλόνητες • | ακλόνητα • |
genitive | ακλόνητου • | ακλόνητης • | ακλόνητου • | ακλόνητων • | ακλόνητων • | ακλόνητων • |
accusative | ακλόνητο • | ακλόνητη • | ακλόνητο • | ακλόνητους • | ακλόνητες • | ακλόνητα • |
vocative | ακλόνητε • | ακλόνητη • | ακλόνητο • | ακλόνητοι • | ακλόνητες • | ακλόνητα • |