αλέκιαστος
Greek
editAdjective
editαλέκιαστος • (alékiastos) m (feminine αλέκιαστη, neuter αλέκιαστο)
- without stain, stainless, unstained
- unblemished, spotless
Declension
editDeclension of αλέκιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλέκιαστος • | αλέκιαστη • | αλέκιαστο • | αλέκιαστοι • | αλέκιαστες • | αλέκιαστα • |
genitive | αλέκιαστου • | αλέκιαστης • | αλέκιαστου • | αλέκιαστων • | αλέκιαστων • | αλέκιαστων • |
accusative | αλέκιαστο • | αλέκιαστη • | αλέκιαστο • | αλέκιαστους • | αλέκιαστες • | αλέκιαστα • |
vocative | αλέκιαστε • | αλέκιαστη • | αλέκιαστο • | αλέκιαστοι • | αλέκιαστες • | αλέκιαστα • |
Synonyms
edit- see: αλέρωτος (alérotos)