αλαφροχέρης
Greek edit
Adjective edit
αλαφροχέρης • (alafrochéris) m (feminine αλαφροχέρα, neuter αλαφροχέρικο)
Declension edit
Declension of αλαφροχέρης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφροχέρης • | αλαφροχέρα • | αλαφροχέρικο • | αλαφροχέρηδες • | αλαφροχέρες • | αλαφροχέρικα • |
genitive | αλαφροχέρη • | αλαφροχέρας • | αλαφροχέρικου • | αλαφροχέρηδων • | — | αλαφροχέρικων • |
accusative | αλαφροχέρη • | αλαφροχέρα • | αλαφροχέρικο • | αλαφροχέρηδες • | αλαφροχέρες • | αλαφροχέρικα • |
vocative | αλαφροχέρη • | αλαφροχέρα • | αλαφροχέρικο • | αλαφροχέρηδες • | αλαφροχέρες • | αλαφροχέρικα • |
Related terms edit
- see: αλαφρός (alafrós, “soft, light”)