ανακατωσούρης
Greek edit
Adjective edit
ανακατωσούρης • (anakatosoúris) m (feminine ανακατωσούρα, neuter ανακατωσούρικο)
- meddlesome, interfering
- (as a noun) busybody, meddlesome person
Declension edit
Declension of ανακατωσούρης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακατωσούρης • | ανακατωσούρα • | ανακατωσούρικο • | ανακατωσούρηδες • | ανακατωσούρες • | ανακατωσούρικα • |
genitive | ανακατωσούρη • | ανακατωσούρας • | ανακατωσούρικου • | ανακατωσούρηδων • | — | ανακατωσούρικων • |
accusative | ανακατωσούρη • | ανακατωσούρα • | ανακατωσούρικο • | ανακατωσούρηδες • | ανακατωσούρες • | ανακατωσούρικα • |
vocative | ανακατωσούρη • | ανακατωσούρα • | ανακατωσούρικο • | ανακατωσούρηδες • | ανακατωσούρες • | ανακατωσούρικα • |
Synonyms edit
- ανακατωσούρας (anakatosoúras)
Related terms edit
- see: ανακατωσούρα f (anakatosoúra, “confusion”)