αναλλοίωτος
Greek edit
Adjective edit
αναλλοίωτος • (analloíotos) m (feminine αναλλοίωτη, neuter αναλλοίωτο)
Declension edit
Declension of αναλλοίωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναλλοίωτος • | αναλλοίωτη • | αναλλοίωτο • | αναλλοίωτοι • | αναλλοίωτες • | αναλλοίωτα • |
genitive | αναλλοίωτου • | αναλλοίωτης • | αναλλοίωτου • | αναλλοίωτων • | αναλλοίωτων • | αναλλοίωτων • |
accusative | αναλλοίωτο • | αναλλοίωτη • | αναλλοίωτο • | αναλλοίωτους • | αναλλοίωτες • | αναλλοίωτα • |
vocative | αναλλοίωτε • | αναλλοίωτη • | αναλλοίωτο • | αναλλοίωτοι • | αναλλοίωτες • | αναλλοίωτα • |
Synonyms edit
- see: αμετάβλητος (ametávlitos)
Related terms edit
- ανάλλαχτος (anállachtos, “unchanged”)