ανευρυσματικός
Greek edit
Adjective edit
ανευρυσματικός • (anevrysmatikós) m (feminine ανευρυσματική, neuter ανευρυσματικό)
Declension edit
Declension of ανευρυσματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανευρυσματικός • | ανευρυσματική • | ανευρυσματικό • | ανευρυσματικοί • | ανευρυσματικές • | ανευρυσματικά • |
genitive | ανευρυσματικού • | ανευρυσματικής • | ανευρυσματικού • | ανευρυσματικών • | ανευρυσματικών • | ανευρυσματικών • |
accusative | ανευρυσματικό • | ανευρυσματική • | ανευρυσματικό • | ανευρυσματικούς • | ανευρυσματικές • | ανευρυσματικά • |
vocative | ανευρυσματικέ • | ανευρυσματική • | ανευρυσματικό • | ανευρυσματικοί • | ανευρυσματικές • | ανευρυσματικά • |
Related terms edit
- see: ανεύρυσμα n (anévrysma, “aneurysm”)