ανθελονοσιακός
Greek edit
Adjective edit
ανθελονοσιακός • (anthelonosiakós) m (feminine ανθελονοσιακή, neuter ανθελονοσιακό)
Declension edit
Declension of ανθελονοσιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθελονοσιακός • | ανθελονοσιακή • | ανθελονοσιακό • | ανθελονοσιακοί • | ανθελονοσιακές • | ανθελονοσιακά • |
genitive | ανθελονοσιακού • | ανθελονοσιακής • | ανθελονοσιακού • | ανθελονοσιακών • | ανθελονοσιακών • | ανθελονοσιακών • |
accusative | ανθελονοσιακό • | ανθελονοσιακή • | ανθελονοσιακό • | ανθελονοσιακούς • | ανθελονοσιακές • | ανθελονοσιακά • |
vocative | ανθελονοσιακέ • | ανθελονοσιακή • | ανθελονοσιακό • | ανθελονοσιακοί • | ανθελονοσιακές • | ανθελονοσιακά • |
Related terms edit
- see: ελονοσία f (elonosía, “malaria”)