ανιδιοτελής
Greek edit
Adjective edit
ανιδιοτελής • (anidiotelís) m (feminine ανιδιοτελής, neuter ανιδιοτελές)
Declension edit
Declension of ανιδιοτελής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανιδιοτελής • | ανιδιοτελής • | ανιδιοτελές • | ανιδιοτελείς • | ανιδιοτελείς • | ανιδιοτελή • |
genitive | ανιδιοτελούς • | ανιδιοτελούς • | ανιδιοτελούς • | ανιδιοτελών • | ανιδιοτελών • | ανιδιοτελών • |
accusative | ανιδιοτελή • | ανιδιοτελή • | ανιδιοτελές • | ανιδιοτελείς • | ανιδιοτελείς • | ανιδιοτελή • |
vocative | ανιδιοτελή • / ανιδιοτελής • | ανιδιοτελής • | ανιδιοτελές • | ανιδιοτελείς • | ανιδιοτελείς • | ανιδιοτελή • |
Related terms edit
- ανιδιοτέλεια f (anidiotéleia, “unselfishness”)