ανταγωνιστικότητα
Greek edit
Noun edit
ανταγωνιστικότητα • (antagonistikótita) f (plural ανταγωνιστικότητες)
Declension edit
declension of ανταγωνιστικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ανταγωνιστικότητα • | ανταγωνιστικότητες • |
genitive | ανταγωνιστικότητας • | ανταγωνιστικοτήτων • |
accusative | ανταγωνιστικότητα • | ανταγωνιστικότητες • |
vocative | ανταγωνιστικότητα • | ανταγωνιστικότητες • |
Related terms edit
- see: ανταγωνίζομαι (antagonízomai, “to compete against”)