αντιιδρωτικός
Greek edit
Etymology edit
αντι- (anti-) + ιδρωτικός (idrotikós)
Adjective edit
αντιιδρωτικός • (antiidrotikós) m (feminine αντιιδρωτική, neuter αντιιδρωτικό)
- antiperspirant
- Synonym: ανθιδρωτικός (anthidrotikós)
- (as a noun) antiperspirant
Declension edit
Declension of αντιιδρωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιιδρωτικός • | αντιιδρωτική • | αντιιδρωτικό • | αντιιδρωτικοί • | αντιιδρωτικές • | αντιιδρωτικά • |
genitive | αντιιδρωτικού • | αντιιδρωτικής • | αντιιδρωτικού • | αντιιδρωτικών • | αντιιδρωτικών • | αντιιδρωτικών • |
accusative | αντιιδρωτικό • | αντιιδρωτική • | αντιιδρωτικό • | αντιιδρωτικούς • | αντιιδρωτικές • | αντιιδρωτικά • |
vocative | αντιιδρωτικέ • | αντιιδρωτική • | αντιιδρωτικό • | αντιιδρωτικοί • | αντιιδρωτικές • | αντιιδρωτικά • |
Coordinate terms edit
- αποσμητικό n (aposmitikó, “deodorant”)