αντικατοπτρίζομαι

Greek edit

Verb edit

αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai) passive (past αντικατοπτρίστηκα, ppp αντικατοπτρισμένος, active αντικατοπτρίζω)

  1. passive of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo)

Conjugation edit

see this verb's full conjugation at: αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo)