απαισιότητα
Greek edit
Etymology edit
From απαίσιος (apaísios, “awful, horrible”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1887.
Noun edit
απαισιότητα • (apaisiótita) f (plural απαισιότητες)
Declension edit
declension of απαισιότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απαισιότητα • | απαισιότητες • |
genitive | απαισιότητας • | απαισιοτήτων • |
accusative | απαισιότητα • | απαισιότητες • |
vocative | απαισιότητα • | απαισιότητες • |