απαρώδητος
Greek edit
Adjective edit
απαρώδητος • (aparóditos) m (feminine απαρώδητή, neuter απαρώδητο)
Declension edit
Declension of απαρώδητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρώδητος • | απαρώδητη • | απαρώδητο • | απαρώδητοι • | απαρώδητες • | απαρώδητα • |
genitive | απαρώδητου • | απαρώδητης • | απαρώδητου • | απαρώδητων • | απαρώδητων • | απαρώδητων • |
accusative | απαρώδητο • | απαρώδητη • | απαρώδητο • | απαρώδητους • | απαρώδητες • | απαρώδητα • |
vocative | απαρώδητε • | απαρώδητη • | απαρώδητο • | απαρώδητοι • | απαρώδητες • | απαρώδητα • |
Related terms edit
- see: παρωδία f (parodía, “parody”)