απεριόριστος
Greek edit
Adjective edit
απεριόριστος • (aperióristos) m (feminine απεριόριστη, neuter απεριόριστο)
Declension edit
Declension of απεριόριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριόριστος • | απεριόριστη • | απεριόριστο • | απεριόριστοι • | απεριόριστες • | απεριόριστα • |
genitive | απεριόριστου • | απεριόριστης • | απεριόριστου • | απεριόριστων • | απεριόριστων • | απεριόριστων • |
accusative | απεριόριστο • | απεριόριστη • | απεριόριστο • | απεριόριστους • | απεριόριστες • | απεριόριστα • |
vocative | απεριόριστε • | απεριόριστη • | απεριόριστο • | απεριόριστοι • | απεριόριστες • | απεριόριστα • |
Related terms edit
- περιοριστικός (perioristikós, “restrictive, limited”)