αποβλακωτικός
Greek edit
Adjective edit
αποβλακωτικός • (apovlakotikós) m (feminine αποβλακωτική, neuter αποβλακωτικό)
Declension edit
Declension of αποβλακωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποβλακωτικός • | αποβλακωτική • | αποβλακωτικό • | αποβλακωτικοί • | αποβλακωτικές • | αποβλακωτικά • |
genitive | αποβλακωτικού • | αποβλακωτικής • | αποβλακωτικού • | αποβλακωτικών • | αποβλακωτικών • | αποβλακωτικών • |
accusative | αποβλακωτικό • | αποβλακωτική • | αποβλακωτικό • | αποβλακωτικούς • | αποβλακωτικές • | αποβλακωτικά • |
vocative | αποβλακωτικέ • | αποβλακωτική • | αποβλακωτικό • | αποβλακωτικοί • | αποβλακωτικές • | αποβλακωτικά • |
Related terms edit
- see: αποβλακώνω (apovlakóno, “I stupefy”)