αποδιάλεγμα
Greek
editNoun
editαποδιάλεγμα • (apodiálegma) n (plural αποδιαλέγματα)
Declension
editDeclension of αποδιάλεγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποδιάλεγμα • | αποδιαλέγματα • |
genitive | αποδιαλέγματος • | αποδιαλεγμάτων • |
accusative | αποδιάλεγμα • | αποδιαλέγματα • |
vocative | αποδιάλεγμα • | αποδιαλέγματα • |
Related terms
edit- αποδιαλέγω (apodialégo, “to pick over”)