αποδιαρθρωτής
Greek edit
Noun edit
αποδιαρθρωτής • (apodiarthrotís) m (plural αποδιαρθρωτές)
Declension edit
Declension of αποδιαρθρωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποδιαρθρωτής • | αποδιαρθρωτές • |
genitive | αποδιαρθρωτή • | αποδιαρθρωτών • |
accusative | αποδιαρθρωτή • | αποδιαρθρωτές • |
vocative | αποδιαρθρωτή • | αποδιαρθρωτές • |
Related terms edit
- see: αποδιαρθρώνω (apodiarthróno, “I disarticulate”)