απολαυστικός
Greek edit
Adjective edit
απολαυστικός • (apolafstikós) m (feminine απολαυστική, neuter απολαυστικό)
Declension edit
Declension of απολαυστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολαυστικός • | απολαυστική • | απολαυστικό • | απολαυστικοί • | απολαυστικές • | απολαυστικά • |
genitive | απολαυστικού • | απολαυστικής • | απολαυστικού • | απολαυστικών • | απολαυστικών • | απολαυστικών • |
accusative | απολαυστικό • | απολαυστική • | απολαυστικό • | απολαυστικούς • | απολαυστικές • | απολαυστικά • |
vocative | απολαυστικέ • | απολαυστική • | απολαυστικό • | απολαυστικοί • | απολαυστικές • | απολαυστικά • |
Related terms edit
- see: απόλαυση f (apólafsi, “enjoyment, pleasure”)
Further reading edit
- απολαυστικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.