απόγκρεμος
Greek edit
Adjective edit
απόγκρεμος • (apógkremos) m (feminine απόγκρεμη, neuter απόγκρεμο)
- steep, sheer, rugged, craggy
- Synonym: απόκρημνος (apókrimnos)
Declension edit
Declension of απόγκρεμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόγκρεμος • | απόγκρεμη • | απόγκρεμο • | απόγκρεμοι • | απόγκρεμες • | απόγκρεμα • |
genitive | απόγκρεμου • | απόγκρεμης • | απόγκρεμου • | απόγκρεμων • | απόγκρεμων • | απόγκρεμων • |
accusative | απόγκρεμο • | απόγκρεμη • | απόγκρεμο • | απόγκρεμους • | απόγκρεμες • | απόγκρεμα • |
vocative | απόγκρεμε • | απόγκρεμη • | απόγκρεμο • | απόγκρεμοι • | απόγκρεμες • | απόγκρεμα • |