αρτιγέννητος
Greek edit
Adjective edit
αρτιγέννητος • (artigénnitos) m (feminine αρτιγέννητη, neuter αρτιγέννητο)
Declension edit
Declension of αρτιγέννητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρτιγέννητος • | αρτιγέννητη • | αρτιγέννητο • | αρτιγέννητοι • | αρτιγέννητες • | αρτιγέννητα • |
genitive | αρτιγέννητου • | αρτιγέννητης • | αρτιγέννητου • | αρτιγέννητων • | αρτιγέννητων • | αρτιγέννητων • |
accusative | αρτιγέννητο • | αρτιγέννητη • | αρτιγέννητο • | αρτιγέννητους • | αρτιγέννητες • | αρτιγέννητα • |
vocative | αρτιγέννητε • | αρτιγέννητη • | αρτιγέννητο • | αρτιγέννητοι • | αρτιγέννητες • | αρτιγέννητα • |
Related terms edit
- see: γεννάω (gennáo, “to give birth”)
Further reading edit
- αρτιγέννητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.