ασκούπιστος
Greek edit
Adjective edit
ασκούπιστος • (askoúpistos) m (feminine ασκούπιστη, neuter ασκούπιστο)
Declension edit
Declension of ασκούπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασκούπιστος • | ασκούπιστη • | ασκούπιστο • | ασκούπιστοι • | ασκούπιστες • | ασκούπιστα • |
genitive | ασκούπιστου • | ασκούπιστης • | ασκούπιστου • | ασκούπιστων • | ασκούπιστων • | ασκούπιστων • |
accusative | ασκούπιστο • | ασκούπιστη • | ασκούπιστο • | ασκούπιστους • | ασκούπιστες • | ασκούπιστα • |
vocative | ασκούπιστε • | ασκούπιστη • | ασκούπιστο • | ασκούπιστοι • | ασκούπιστες • | ασκούπιστα • |
Related terms edit
- see: σκουπίζω (skoupízo, “to sweep, to vacuum, to clean”)
Further reading edit
- ασκούπιστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.