ασυγκέντρωτος
Greek edit
Adjective edit
ασυγκέντρωτος • (asygkéntrotos) m (feminine ασυγκέντρωτη, neuter ασυγκέντρωτο)
- uncollected, uncentralised (UK), uncentralized (US)
Declension edit
Declension of ασυγκέντρωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυγκέντρωτος • | ασυγκέντρωτη • | ασυγκέντρωτο • | ασυγκέντρωτοι • | ασυγκέντρωτες • | ασυγκέντρωτα • |
genitive | ασυγκέντρωτου • | ασυγκέντρωτης • | ασυγκέντρωτου • | ασυγκέντρωτων • | ασυγκέντρωτων • | ασυγκέντρωτων • |
accusative | ασυγκέντρωτο • | ασυγκέντρωτη • | ασυγκέντρωτο • | ασυγκέντρωτους • | ασυγκέντρωτες • | ασυγκέντρωτα • |
vocative | ασυγκέντρωτε • | ασυγκέντρωτη • | ασυγκέντρωτο • | ασυγκέντρωτοι • | ασυγκέντρωτες • | ασυγκέντρωτα • |
Related terms edit
- see: συγκεντρώνω (sygkentróno, “to collect”)
Further reading edit
- ασυγκέντρωτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.