ασυρματίστρια
Greek edit
Noun edit
ασυρματίστρια • (asyrmatístria) f (plural ασυρματίστριες, masculine ασυρματιστής)
Declension edit
declension of ασυρματίστρια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ασυρματίστρια • | ασυρματίστριες • |
genitive | ασυρματίστριας • | ασυρματιστριών • |
accusative | ασυρματίστρια • | ασυρματίστριες • |
vocative | ασυρματίστρια • | ασυρματίστριες • |
Related terms edit
- see: ασύρματος m (asýrmatos, “wireless”)
Further reading edit
- ασυρματίστρια - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.