αυτοπαθής
Greek edit
Adjective edit
αυτοπαθής • (aftopathís) m (feminine αυτοπαθής, neuter αυτοπαθές)
- (grammar) reflexive, reflective
- αυτοπαθής αντωνυμία ― aftopathís antonymía ― reflexive pronoun
Declension edit
Declension of αυτοπαθής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοπαθής • | αυτοπαθής • | αυτοπαθές • | αυτοπαθείς • | αυτοπαθείς • | αυτοπαθή • |
genitive | αυτοπαθούς • | αυτοπαθούς • | αυτοπαθούς • | αυτοπαθών • | αυτοπαθών • | αυτοπαθών • |
accusative | αυτοπαθή • | αυτοπαθή • | αυτοπαθές • | αυτοπαθείς • | αυτοπαθείς • | αυτοπαθή • |
vocative | αυτοπαθή • / αυτοπαθής • | αυτοπαθής • | αυτοπαθές • | αυτοπαθείς • | αυτοπαθείς • | αυτοπαθή • |
Coordinate terms edit
- αλληλοπαθής (allilopathís, “reciprocal”)
Related terms edit
- αυτοπάθεια f (aftopátheia, “reflexivity”)
- αυτοπαθής αντωνυμία f (aftopathís antonymía, “reflexive pronoun”)