αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή
Greek edit
Etymology edit
From αυτόματος (aftómatos, “automatic”) + ταμείο (tameío, “cash”) + λογιστικός (logistikós, “accounting”) + μηχανή (michaní, “machine”).
Pronunciation edit
Noun edit
αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή • (aftómati tameiologistikí michaní) f (plural αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές)
- Alternative form of αυτόματη ταμειακή μηχανή (aftómati tameiakí michaní)