ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας
Greek
editNoun
editελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας • (elegktón enaérias kykloforías) m or f
- plural of ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας (elegktís enaérias kykloforías)
ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας • (elegktón enaérias kykloforías) m or f