επτακοσιοστός
Greek edit
Adjective edit
επτακοσιοστός • (eptakosiostós) m (feminine επτακοσιοστή, neuter επτακοσιοστό)
Declension edit
Declension of επτακοσιοστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επτακοσιοστός • | επτακοσιοστή • | επτακοσιοστό • | επτακοσιοστοί • | επτακοσιοστές • | επτακοσιοστά • |
genitive | επτακοσιοστού • | επτακοσιοστής • | επτακοσιοστού • | επτακοσιοστών • | επτακοσιοστών • | επτακοσιοστών • |
accusative | επτακοσιοστό • | επτακοσιοστή • | επτακοσιοστό • | επτακοσιοστούς • | επτακοσιοστές • | επτακοσιοστά • |
vocative | επτακοσιοστέ • | επτακοσιοστή • | επτακοσιοστό • | επτακοσιοστοί • | επτακοσιοστές • | επτακοσιοστά • |
Alternative forms edit
- εφτακοσιοστός (eftakosiostós)