καλαίσθητος
Greek edit
Adjective edit
καλαίσθητος • (kalaísthitos) m (feminine καλαίσθητη, neuter καλαίσθητο)
Declension edit
Declension of καλαίσθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καλαίσθητος • | καλαίσθητη • | καλαίσθητο • | καλαίσθητοι • | καλαίσθητες • | καλαίσθητα • |
genitive | καλαίσθητου • | καλαίσθητης • | καλαίσθητου • | καλαίσθητων • | καλαίσθητων • | καλαίσθητων • |
accusative | καλαίσθητο • | καλαίσθητη • | καλαίσθητο • | καλαίσθητους • | καλαίσθητες • | καλαίσθητα • |
vocative | καλαίσθητε • | καλαίσθητη • | καλαίσθητο • | καλαίσθητοι • | καλαίσθητες • | καλαίσθητα • |
Antonyms edit
- ακαλαίσθητος (akalaísthitos)
Related terms edit
- καλαισθησία f (kalaisthisía, “good taste”)