καρδιοχειρουργός
Greek
editNoun
editκαρδιοχειρουργός • (kardiocheirourgós) m or f (plural καρδιοχειρουργοί)
Declension
editDeclension of καρδιοχειρουργός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καρδιοχειρουργός • | καρδιοχειρουργοί • |
genitive | καρδιοχειρουργού • | καρδιοχειρουργών • |
accusative | καρδιοχειρουργό • | καρδιοχειρουργούς • |
vocative | καρδιοχειρουργέ • | καρδιοχειρουργοί • |