μαφιόζικος
Greek edit
Adjective edit
μαφιόζικος • (mafiózikos) m (feminine μαφιόζικη, neuter μαφιόζικο)
- relating to a mafia
Declension edit
Declension of μαφιόζικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαφιόζικος • | μαφιόζικη • | μαφιόζικο • | μαφιόζικοι • | μαφιόζικες • | μαφιόζικα • |
genitive | μαφιόζικου • | μαφιόζικης • | μαφιόζικου • | μαφιόζικων • | μαφιόζικων • | μαφιόζικων • |
accusative | μαφιόζικο • | μαφιόζικη • | μαφιόζικο • | μαφιόζικους • | μαφιόζικες • | μαφιόζικα • |
vocative | μαφιόζικε • | μαφιόζικη • | μαφιόζικο • | μαφιόζικοι • | μαφιόζικες • | μαφιόζικα • |
Related terms edit
- see: μαφία f (mafía, “mafia”)