μεταγλωττίστρια
Greek edit
Noun edit
μεταγλωττίστρια • (metaglottístria) f (plural μεταγλωττίστριες, masculine μεταγλωττιστής)
Declension edit
declension of μεταγλωττίστρια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μεταγλωττίστρια • | μεταγλωττίστριες • |
genitive | μεταγλωττίστριας • | μεταγλωττιστριών • |
accusative | μεταγλωττίστρια • | μεταγλωττίστριες • |
vocative | μεταγλωττίστρια • | μεταγλωττίστριες • |