μητρική κάρτα
Greek
editAlternative forms
editNoun
editμητρική κάρτα • (mitrikí kárta) f (plural μητρικές κάρτες)
Declension
editFurther reading
edit- μητρική κάρτα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
μητρική κάρτα • (mitrikí kárta) f (plural μητρικές κάρτες)