πληροφοριοδότης
Greek edit
Noun edit
πληροφοριοδότης • (pliroforiodótis) m (plural πληροφοριοδότες, feminine πληροφοριοδότρια)
Declension edit
declension of πληροφοριοδότης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | πληροφοριοδότης • | πληροφοριοδότες • |
genitive | πληροφοριοδότη • | πληροφοριοδοτών • |
accusative | πληροφοριοδότη • | πληροφοριοδότες • |
vocative | πληροφοριοδότη • | πληροφοριοδότες • |
Synonyms edit
- καταδότης m (katadótis)
Further reading edit
- πληροφοριοδότης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el