προκριματικός
Greek edit
Adjective edit
προκριματικός • (prokrimatikós) m (feminine προκριματική, neuter προκριματικό)
Declension edit
Declension of προκριματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προκριματικός • | προκριματική • | προκριματικό • | προκριματικοί • | προκριματικές • | προκριματικά • |
genitive | προκριματικού • | προκριματικής • | προκριματικού • | προκριματικών • | προκριματικών • | προκριματικών • |
accusative | προκριματικό • | προκριματική • | προκριματικό • | προκριματικούς • | προκριματικές • | προκριματικά • |
vocative | προκριματικέ • | προκριματική • | προκριματικό • | προκριματικοί • | προκριματικές • | προκριματικά • |
Derived terms edit
- προκριματικός αγώνας m (prokrimatikós agónas, “heat, preliminary race”)