σιδηροδρομικός σταθμός
Greek
editNoun
editσιδηροδρομικός σταθμός • (sidirodromikós stathmós) m (plural σιδηροδρομικοί σταθμοί)
- railway station (UK), train station (US)
σιδηροδρομικός σταθμός • (sidirodromikós stathmós) m (plural σιδηροδρομικοί σταθμοί)