ταξιθέτρια
Greek edit
Noun edit
ταξιθέτρια • (taxithétria) m (plural ταξιθέτριες, masculine ταξιθέτης)
Declension edit
declension of ταξιθέτρια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ταξιθέτρια • | ταξιθέτριες • |
genitive | ταξιθέτριας • | ταξιθετριών • |
accusative | ταξιθέτρια • | ταξιθέτριες • |
vocative | ταξιθέτρια • | ταξιθέτριες • |