φαγκοτίστα
Greek edit
Noun edit
φαγκοτίστα • (fagkotísta) f (plural φαγκοτίστες, masculine φαγκοτίστας)
Declension edit
declension of φαγκοτίστα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |
genitive | φαγκοτίστας • | — |
accusative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |
vocative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |