χειροκτιοποιός
Greek edit
Noun edit
χειροκτιοποιός • (cheiroktiopoiós) m or f (plural χειροκτιοποιοί)
Declension edit
declension of χειροκτιοποιός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | χειροκτιοποιός • | χειροκτιοποιοί • |
genitive | χειροκτιοποιού • | χειροκτιοποιών • |
accusative | χειροκτιοποιό • | χειροκτιοποιούς • |
vocative | χειροκτιοποιέ • | χειροκτιοποιοί • |
Coordinate terms edit
- γάντι n (gánti, “glove”)