τραγουδίστρια
Greek edit
Etymology edit
Learnedly from τραγουδιστής (tragoudistís) + -τρια (-tria).[1]
Noun edit
τραγουδίστρια • (tragoudístria) f (plural τραγουδίστριες, masculine τραγουδιστής)
Declension edit
Declension of τραγουδίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τραγουδίστρια • | τραγουδίστριες • |
genitive | τραγουδίστριας • | τραγουδιστριών • |
accusative | τραγουδίστρια • | τραγουδίστριες • |
vocative | τραγουδίστρια • | τραγουδίστριες • |
Related terms edit
- see: τραγούδι n (tragoúdi, “song”)
References edit
- ^ “τραγουδίστρια”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998