αβαρυγκόμιστος
Greek edit
Adjective edit
αβαρυγκόμιστος • (avarygkómistos) m (feminine αβαρυγκόμιστη, neuter αβαρυγκόμιστο)
Declension edit
Declension of αβαρυγκόμιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβαρυγκόμιστος • | αβαρυγκόμιστη • | αβαρυγκόμιστο • | αβαρυγκόμιστοι • | αβαρυγκόμιστες • | αβαρυγκόμιστα • |
genitive | αβαρυγκόμιστου • | αβαρυγκόμιστης • | αβαρυγκόμιστου • | αβαρυγκόμιστων • | αβαρυγκόμιστων • | αβαρυγκόμιστων • |
accusative | αβαρυγκόμιστο • | αβαρυγκόμιστη • | αβαρυγκόμιστο • | αβαρυγκόμιστους • | αβαρυγκόμιστες • | αβαρυγκόμιστα • |
vocative | αβαρυγκόμιστε • | αβαρυγκόμιστη • | αβαρυγκόμιστο • | αβαρυγκόμιστοι • | αβαρυγκόμιστες • | αβαρυγκόμιστα • |