αγκαζαρισμένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of αγκαζάρομαι (agkazáromai), passive voice of αγκαζάρω (“reserve”).
Pronunciation edit
Participle edit
αγκαζαρισμένος • (agkazarisménos) m (feminine αγκαζαρισμένη, neuter αγκαζαρισμένο)
Declension edit
Declension of αγκαζαρισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκαζαρισμένος • | αγκαζαρισμένη • | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένοι • | αγκαζαρισμένες • | αγκαζαρισμένα • |
genitive | αγκαζαρισμένου • | αγκαζαρισμένης • | αγκαζαρισμένου • | αγκαζαρισμένων • | αγκαζαρισμένων • | αγκαζαρισμένων • |
accusative | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένη • | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένους • | αγκαζαρισμένες • | αγκαζαρισμένα • |
vocative | αγκαζαρισμένε • | αγκαζαρισμένη • | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένοι • | αγκαζαρισμένες • | αγκαζαρισμένα • |
Related terms edit
- see: αγκαζέ (agkazé, “reserved”, adjective) & "arm in arm" (adverb)