ακλείδωτος
Greek
editAdjective
editακλείδωτος • (akleídotos) m (feminine ακλείδωτη, neuter ακλείδωτο)
Declension
editDeclension of ακλείδωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακλείδωτος • | ακλείδωτη • | ακλείδωτο • | ακλείδωτοι • | ακλείδωτες • | ακλείδωτα • |
genitive | ακλείδωτου • | ακλείδωτης • | ακλείδωτου • | ακλείδωτων • | ακλείδωτων • | ακλείδωτων • |
accusative | ακλείδωτο • | ακλείδωτη • | ακλείδωτο • | ακλείδωτους • | ακλείδωτες • | ακλείδωτα • |
vocative | ακλείδωτε • | ακλείδωτη • | ακλείδωτο • | ακλείδωτοι • | ακλείδωτες • | ακλείδωτα • |
Related terms
edit- compare with: άκλειστος (ákleistos, “not closed”)
- and see: κλείνω (kleíno, “to shut”)