αλληλοβρίσιμο
Greek edit
Etymology edit
αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + βρίσιμο (vrísimo, “insult, expletive”)
Noun edit
αλληλοβρίσιμο • (allilovrísimo) n (plural αλληλοβρισίματα)
Declension edit
declension of αλληλοβρίσιμο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αλληλοβρίσιμο • | αλληλοβρισίματα • |
genitive | αλληλοβρισίματος • | αλληλοβρισιμάτων • |
accusative | αλληλοβρίσιμο • | αλληλοβρισίματα • |
vocative | αλληλοβρίσιμο • | αλληλοβρισίματα • |