|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναστηλώνω
|
αναστηλώσω
|
αναστηλώνομαι
|
αναστηλωθώ
|
2 sg
|
αναστηλώνεις
|
αναστηλώσεις
|
αναστηλώνεσαι
|
αναστηλωθείς
|
3 sg
|
αναστηλώνει
|
αναστηλώσει
|
αναστηλώνεται
|
αναστηλωθεί
|
|
1 pl
|
αναστηλώνουμε, [‑ομε]
|
αναστηλώσουμε, [‑ομε]
|
αναστηλωνόμαστε
|
αναστηλωθούμε
|
2 pl
|
αναστηλώνετε
|
αναστηλώσετε
|
αναστηλώνεστε, αναστηλωνόσαστε
|
αναστηλωθείτε
|
3 pl
|
αναστηλώνουν(ε)
|
αναστηλώσουν(ε)
|
αναστηλώνονται
|
αναστηλωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναστήλωνα
|
αναστήλωσα
|
αναστηλωνόμουν(α)
|
αναστηλώθηκα
|
2 sg
|
αναστήλωνες
|
αναστήλωσες
|
αναστηλωνόσουν(α)
|
αναστηλώθηκες
|
3 sg
|
αναστήλωνε
|
αναστήλωσε
|
αναστηλωνόταν(ε)
|
αναστηλώθηκε
|
|
1 pl
|
αναστηλώναμε
|
αναστηλώσαμε
|
αναστηλωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναστηλωθήκαμε
|
2 pl
|
αναστηλώνατε
|
αναστηλώσατε
|
αναστηλωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναστηλωθήκατε
|
3 pl
|
αναστήλωναν, αναστηλώναν(ε)
|
αναστήλωσαν, αναστηλώσαν(ε)
|
αναστηλώνονταν, (αναστηλωνόντουσαν)
|
αναστηλώθηκαν, αναστηλωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναστηλώνω ➤
|
θα αναστηλώσω ➤
|
θα αναστηλώνομαι ➤
|
θα αναστηλωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναστηλώνεις, …
|
θα αναστηλώσεις, …
|
θα αναστηλώνεσαι, …
|
θα αναστηλωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναστηλώσει έχω, έχεις, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αναστηλωθεί είμαι, είσαι, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναστηλώσει είχα, είχες, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αναστηλωθεί ήμουν, ήσουν, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναστηλώσει θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναστήλωνε
|
αναστήλωσε
|
—
|
αναστηλώσου
|
2 pl
|
αναστηλώνετε
|
αναστηλώστε
|
αναστηλώνεστε
|
αναστηλωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναστηλώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναστηλώσει ➤
|
αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναστηλώσει
|
αναστηλωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|