δυσλειτουργία
Greek edit
Noun edit
δυσλειτουργία • (dysleitourgía) f (plural δυσλειτουργίες)
Declension edit
declension of δυσλειτουργία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | δυσλειτουργία • | δυσλειτουργίες • |
genitive | δυσλειτουργίας • | δυσλειτουργιών • |
accusative | δυσλειτουργία • | δυσλειτουργίες • |
vocative | δυσλειτουργία • | δυσλειτουργίες • |