|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσεγγίζω
|
προσεγγίσω
|
προσεγγίζομαι
|
προσεγγιστώ
|
2 sg
|
προσεγγίζεις
|
προσεγγίσεις
|
προσεγγίζεσαι
|
προσεγγιστείς
|
3 sg
|
προσεγγίζει
|
προσεγγίσει
|
προσεγγίζεται
|
προσεγγιστεί
|
|
1 pl
|
προσεγγίζουμε, [‑ομε]
|
προσεγγίσουμε, [‑ομε]
|
προσεγγιζόμαστε
|
προσεγγιστούμε
|
2 pl
|
προσεγγίζετε
|
προσεγγίσετε
|
προσεγγίζεστε, προσεγγιζόσαστε
|
προσεγγιστείτε
|
3 pl
|
προσεγγίζουν(ε)
|
προσεγγίσουν(ε)
|
προσεγγίζονται
|
προσεγγιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσέγγιζα
|
προσέγγισα
|
προσεγγιζόμουν(α)
|
προσεγγίστηκα
|
2 sg
|
προσέγγιζες
|
προσέγγισες
|
προσεγγιζόσουν(α)
|
προσεγγίστηκες
|
3 sg
|
προσέγγιζε
|
προσέγγισε
|
προσεγγιζόταν(ε)
|
προσεγγίστηκε
|
|
1 pl
|
προσεγγίζαμε
|
προσεγγίσαμε
|
προσεγγιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσεγγιστήκαμε
|
2 pl
|
προσεγγίζατε
|
προσεγγίσατε
|
προσεγγιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσεγγιστήκατε
|
3 pl
|
προσέγγιζαν, προσεγγίζαν(ε)
|
προσέγγισαν, προσεγγίσαν(ε)
|
προσεγγίζονταν, (προσεγγιζόντουσαν)
|
προσεγγίστηκαν, προσεγγιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσεγγίζω ➤
|
θα προσεγγίσω ➤
|
θα προσεγγίζομαι ➤
|
θα προσεγγιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσεγγίζεις, …
|
θα προσεγγίσεις, …
|
θα προσεγγίζεσαι, …
|
θα προσεγγιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσεγγίσει
|
έχω, έχεις, … προσεγγιστεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσεγγίσει
|
είχα, είχες, … προσεγγιστεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσεγγίσει
|
θα έχω, θα έχεις, … προσεγγιστεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσέγγιζε
|
προσέγγισε
|
—
|
προσεγγίσου
|
2 pl
|
προσεγγίζετε
|
προσεγγίστε
|
προσεγγίζεστε
|
προσεγγιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσεγγίζοντας ➤
|
προσεγγιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσεγγίσει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
προσεγγίσει
|
προσεγγιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|