συντριπτικός
Greek edit
Pronunciation edit
Adjective edit
συντριπτικός • (syntriptikós) m (feminine συντριπτική, neuter συντριπτικό)
Declension edit
Declension of συντριπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συντριπτικός • | συντριπτική • | συντριπτικό • | συντριπτικοί • | συντριπτικές • | συντριπτικά • |
genitive | συντριπτικού • | συντριπτικής • | συντριπτικού • | συντριπτικών • | συντριπτικών • | συντριπτικών • |
accusative | συντριπτικό • | συντριπτική • | συντριπτικό • | συντριπτικούς • | συντριπτικές • | συντριπτικά • |
vocative | συντριπτικέ • | συντριπτική • | συντριπτικό • | συντριπτικοί • | συντριπτικές • | συντριπτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συντριπτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συντριπτικός, etc.) |
Related terms edit
- see: συντρίβω (syntrívo, “crush, devastate”)